- συνοξύνω
- ΝΑ [ὀξύνω]γραμμ. τονίζω επίσης με οξείααρχ.κάνω κάτι οξύ, σουβλερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοξυνθήσεται — συνοξύνω bring to a point fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοξύνει — συνοξύ̱νει , συνοξύνω bring to a point aor subj act 3rd sg (epic) συνοξύ̱νει , συνοξύνω bring to a point pres ind mp 2nd sg συνοξύ̱νει , συνοξύνω bring to a point pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοξύνεσθαι — συνοξύ̱νεσθαι , συνοξύνω bring to a point pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοξύνονται — συνοξύ̱νονται , συνοξύνω bring to a point pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)